κρατίζω

κρατίζω
(Μ κρατίζω)
1. κρατώ
2. συγκρατώ, εμποδίζω, σταματώ
νεοελλ.
παρακρατώ
μσν.
1. κατακρατώ, αρπάζω, κλέβω κάτι
2. μέσ. κρατίζομαι
κατέχομαι από σκέψη, συλλογίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐκράτησα (κρατῶ) κατά το σχήμα ἔσχισα: σχίζω, επειδή -ησα = -ισα φωνητικώς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρατισμός — (I) και κρατικισμός, ο θεωρία που υποστηρίζει τις παρεμβάσεις τού κράτους στην οικονομική και κοινωνική ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. etatisme < γαλλ. etat «κράτος» + isme]. (II) κρατισμός, ὁ (Μ) [κρατίζω] συγκρατημός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”