- κρατίζω
- (Μ κρατίζω)1. κρατώ2. συγκρατώ, εμποδίζω, σταματώνεοελλ.παρακρατώμσν.1. κατακρατώ, αρπάζω, κλέβω κάτι2. μέσ. κρατίζομαικατέχομαι από σκέψη, συλλογίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐκράτησα (κρατῶ) κατά το σχήμα ἔσχισα: σχίζω, επειδή -ησα = -ισα φωνητικώς].
Dictionary of Greek. 2013.